Μ' άσχημο προαίσθημα η Αλέκα έφυγε από το γραφείο της, σκόπιμα τόσο καθυστερημένα, κατ' ευθείαν στο αεροδρόμιο, να αποφύγει έτσι το επιπρόσθετο δρομολόγιο από το σπίτι της στο Ελευθέριος Βενιζέλος, προκειμένου να παραλάβει την 16χρονη Δώνη. Ένα κακομαθημένο κορίτσι, προβληματικό, με συμπεριφορά τέτοια που κάθε μέρα έβγαζε από τα ρούχα της την ζωντοχήρα μάνα της.
Με τη σκέψη ότι για 12-14 μέρες θα έχει την πρωτανηψιά του άντρα της, μία αδιόρατη και τόσο έντονη ανησυχία είχε καταλάβει την Αλέκα. Δεν έκανε κέφι, ούτε είχε χρόνο να ξοδέψει με κάποια 25 χρόνια μικρότερή της, στην πραγματικότητα άγνωστή της. Θα 'χει περάσει τουλάχιστον δεκαετία από τότε που είχε να δει την κόρη της αδελφής του Μιχάλη. Και ποιον ρόλο να παίξει, της θείας, της φίλης, της εισαγγελέως, κάποιας να κάνει κατήχηση καλών τρόπων; Και η ανηψιά, όπως με την μητέρα της, αν έχει την ίδια στάση, προκλητική, θρασύτατη, εριστική, ποια θα 'ναι η δική της αντίδραση;
Ήθελε να γλυτώσει από την κόρη της, από την τυραννία της, τις ημέρες της διακοπής των σχολείων λόγω Πάσχα και η Στέλλα ζήτησε από τον αδελφό της να φορτωθεί την Δώνη. Είναι και το άλλο. Αύριο, μεθαύριο ο Μιχάλης έχει προγραμματισμένο ταξίδι στην Ιταλία, που σημαίνει ότι η μικρή, έτσι κι αλλοιώς απρόβλεπτη, θα παίζει ανεξέλεγκτη, κυρίως εκτός οικίας.
~~~
“Γεια σου, θεία!”, αιφνιδιάστηκε η Αλέκα από μία πανέμορφη, ζωηρόχρωμη, κατάξανθη κοπέλλα με πρόσωπο φωτεινό, γεμάτη δροσιά και γλύκα. Η γυναίκα την αγκάλιασε με μάλλον επιτηδευμένη ευγένεια. Τι περίεργο, σ' ολόκληρο το καλογυμνασμένο κορμί της ένοιωσε μία ακαριαία ευεξία. Με την επαφή της με την ανήλικη την διαπέρασε μία άγνωστη τονωτική ουσία.
“Ο θείος;” ρώτησε πρόσχαρα, σχεδόν εύθυμα η ανηψιά. Καμμία σχέση μ' ό, τι είχαν ζωγραφίσει την εικόνα της όσα παραπονιόταν για την κόρη της η μάνα. Παντρεμένη επτά χρόνια με τον νεώτερό της Μιχάλη η Αλέκα, γυναίκα δυναμική, πλούσια και επιτυχημένη, δεν είναι το κορόιδο που θα βγάλει συμπέρασμα από την πρώτη στιγμή. Ούτε, άλλωστε, θα επηρεαστεί από τον τρόπο που θα της παρουσιαστεί κάποιος.
~~~
Την επομένη, ημέρα Κυριακή, μεσημέρι πια, ο 36χρονος θείος πίνει καφέ δίπλα στην πισίνα, αφοσιωμένος στο λάπτοπ. Με μπικίνι η Αλέκα έχει κερδίσει την προσοχή της Δώνης, παρακολουθεί τη θεία της, πριν βουτήξει για 20 λεπτά συγκεντρωμένη σε ασκήσεις με ρυθμό, με ένταση, με δύναμη, στα πόδια, στη μέση, στους ώμους.
Μαγιώ ολόσωμο φοράει η Δώνη, αλλά ούτε που το σκέπτεται να βραχεί, από Μάιο μήνα ποτέ άλλοτε δεν είχε κολυμπήσει. Η Αλέκα την προσκαλεί: “Δεν έχεις να χάσεις αν δοκιμάσεις, στην αρχή μονάχα θα σου φανεί κρύο...”.
Το κορίτσι πλησιάζει, απλώνει το χέρι με δειλία και χάρη ζητώντας την “προστασία” της θείας, μην τυχόν την παρασύρει απότομα μέσα στο παγωμένο νερό. Αλέκα και Μιχάλης είναι εντυπωσιασμένοι από την επιθετική σεξουαλικότητα που βγάζει το, ολοκληρωμένης πια γυναίκας, σώμα της ανηψιάς, η οποία όμως κάνει σαν παιδίσκη επτάχρονη. Η Αλέκα αιφνιδιάζεται όταν κουρνιάζει στην αγκαλιά της η Δώνη.
Μισό βήμα και οι πρώτες σταγόνες νερού στο ασταφτερό κορμί της 16χρονης από το χέρι της 41χρονης. Άλλο ένα μισό βήμα, αυτή τη φορά μια φούχτα νερό στα αφράτα μπράτσα της μικρής, πάντα κολλημένης επάνω στην θεία της.
Η επιθυμία της Αλέκας να κολυμπήσει χάθηκε, ξεχάστηκε. Η γυμνή επαφή με την Δώνη, παραδομένη στην αγκαλιά της, γέννησε μια αίσθηση πρωτοφανέρωτη. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή της η Αλέκα που ερεθίστηκε από γυναικείο κορμί, μάλιστα πιτσιρίκας.
~~~
Δίπλα της ο Μιχάλης κοιμόταν του καλού καιρού. Αύριο Δευτέρα ξημερώματα φεύγει για Μιλάνο. Η Αλέκα δεν έχει ύπνο, σκέπτεται την Δώνη, οι δυο τους μόνες, η μικρή αργόσχολη, εκείνη με φουλ πρόγραμμα. Μήπως της αφιέρωνε λίγο από το χρόνο της. Μία έξοδο, ένα σινεμά, ακόμα και παρέα στο σπίτι, κάτι θα βρει να περάσει μαζύ της μια-δυο ώρες. Σκέπτεται. Μέχρι που υποψιάζεται την μικρή, ότι είναι πονηρή, ότι πίσω από την αθωότητά της υποκρύπτεται μία ανομολόγητη σκοπιμότητα, μία επικίνδυνη δολιότητα.
~~~
Την επόμενη νύχτα, άγρια μεσάνυχτα. Η Αλέκα κοιμάται στην κρεββατοκάμαρα του ζευγαριού, η Δώνη στο υπνοδωμάτιο των φιλοξενούμενων. Τις χωρίζει ένας τοίχος. Ξαφνικά, στην απόλυτη γαλήνη της νύχτας, στην απόλυτη ησυχία που κυριαρχεί στην έπαυλη, κάπου έξω από την Αθήνα, η Αλέκα ξυπνάει από ασυνήθιστους και ανεξήγητους ήχους που προέρχονται από την ανοικτή πόρτα. Τι τρέχει;
Παραμιλάει στον ύπνο της η Δώνη; Ξύπνησε από εφιάλτη, τι να συμβαίνει; Σίγουρα ακούγεται να 'ναι ταραγμένη, φοβισμένη. Η Αλέκα την βρήκε καθισμένη στο κρεββάτι με το βλέμμα καρφωμένο στις άκρες των ποδιών της, στο πάτωμα.
-Συγνώμην, απολογήθηκε η Δώνη.
“Ανησύχησα...; Τι έπαθες, γλυκειά μου;”.
-Δεν το καταλαβαίνω αυτό..., συγνώμην.
“Δεν καταλαβαίνεις, τι; Ξάπλωσε καλύτερα..., έλα, θα μείνω λίγο κοντά σου...”, άπλωσε τρυφερά το χέρι της η Αλέκα στην πλάτη του κοριτσιού.
-Δεν ξέρω...
Τι σημαίνει αυτό. Ήθελε η Δώνη να μείνει μόνη της; Την έδιωχνε; Μήπως ήταν λάθος της Αλέκας να μπει στο δωμάτιο της μικρής.
-Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με βρήκε..., περισσότερο μιλούσε στον εαυτό της το κορίτσι.
Άρα, το “Δεν ξέρω...” δεν ήταν μία απάντηση αρνητική απέναντι στη θεία.
Οι δυο τους με ανάλαφρα καλοκαιρινά νυχτικά, μίνι η μεγάλη, σορτ η μικρή, πόδια γυμνά, πλάτες, ώμοι ημιγυμνοι και χωρίς σουτιέν. Είναι ξαπλωμένες, πρόσωπο με πρόσωπο. Μιλάνε ψιθυριστά, η μεγάλη την κυττάει συνεχώς στα μάτια, η μικρή και στα λίγα εκατοστά απόσταση από το πρόσωπο της Αλέκας, αποφεύγει να διασταυρώσει το βλέμμα της. Ένα χάδι στο μάγουλο της Δώνης...
“Τι ήταν αυτό που σε αναστάτωσε..., είδες κάτι στον ύπνο σου”.
-Ντρέπομαι να το πω...
“Δεν πιστεύω να είναι τόσο σόκιν, ακατάλληλο για ενήλικους.
Συνομιλούν μουρμουριστά, σα να προσπαθούν μην τους ακούσει κάποιος, λέξεις υψηλής θερμοκρασίας, αχνιστές. Η Αλέκα προσπαθεί να κρύψει αυτό που αισθάνεται. Είναι ένα ζεστό, παραλυτικό κύμα που απλώνεται στο κορμί της, που επενεργεί μεθυστικά επάνω της. Νοιώθει πάνω στο στρώμα, κάτω από το σεντόνι τη φυλακισμένη αύρα από το εφηβικό σώμα της Δώνης όσο κοιμόταν.
Ένα ακόμα χάδι, αυτή τη φορά στα μαλλιά της της Δώνης, οι ανάσες της οποίας με τις ανάσες της θείας της φτιάχνουν ένα χαρμάνι αγνώστου ποτού, όμως τόσο επιθυμητού, ακόμα και με κλειστά μάτια.
“Δώνη, το ξέρεις ότι είσαι ποθητή, προικισμένη με σχεδόν τέλειο σώμα, είναι λάθος σου να μην το φροντίζεις”.
-Λένε ότι εσύ έχεις μανία με τη γυμναστική, ότι ξοδεύεις πολύ ώρα κάθε μέρα.
“Είναι κακό, νομίζεις...”.
-Όταν σε ακούμπησα πρώτη φορά τρόμαξα..., πολύ σκληρό μπράτσο.
Τα πόδια ήρθαν σε επαφή. Είναι νύχτα, είναι μόνες. Με δυσκολία βγαίνει η κάθε λέξη από το στόμα τους, που έχει στεγνώσει, κι ένας γλυκός πυρετός ανεβαίνει στο κεφάλι τους.
“Ξεχαστήκαμε..., τελικά, τι είναι αυτό που ντρέπεσαι να μου πεις, που τάραξε τον ύπνο σου...”.
Η μικρή διστάζει, η μεγάλη είναι στο περίμενε. Η Αλέκα της πιάνει την παλάμη.
-Θέλω να το πω..., όμως δεν μου έρχεται... Να, ήταν ένα όνειρο ακαταλαβίστικο, και σε κάποια στιγμή φιλιόμασταν..., στο στόμα.
Το αριστερό πόδι της θείας χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της ανηψιάς.
“Καθώς λένε οι ειδικοί, οι ονειροκρίτες στον ύπνο μας απελευθερώνονται οι απόκρυφες επιθυμίες μας..., ίσως αυτό, ίσως και το αντίθετο, να βλέπουμε στο όνειρο αυτό που δεν θέλουμε να μας συμβεί...”. Ένα ακόμα χάδι της Αλέκας, μητρικό, φιλικό, προστατευτικό, παρηγορητικό, στον γυμνό ώμο της Δώνης. “Άρα, Δώνη, εσύ είσαι εκείνη που πρέπει να γνωρίζεις ποια από τις δύο ερμηνείες ισχύει...”.
-Αν θα ήθελα ή, δεν θα ήθελα να συμβεί αυτό που ονειρεύτηκα...
“Ακριβώς... Δεν μου είπες, όμως. Πώς μας είδες στο όνειρο, εγώ σε φιλούσα ή, εσύ εμένα...”.
Το πόδι της θείας δίχως εντολή τρίβεται στο πιο ευαίσθητο σημείο της ανηψιάς.
-Αν θυμάμαι καλά, νομίζω ότι εσύ πρώτη με φίλησες...
“Και σου άρεσε αυτό, στον ύπνο σου;...”.
-Νομίζω, ότι πριν αισθανθώ κάτι, τότε ήταν που ξύπνησα.
Όταν τα χείλη τους ενώθηκαν, οι δύο γυναίκες δεν ξαναμίλησαν.
apodytiriakias.gr