Σε ένα μικρό ορεινό χωριό του Αμαρίου, στα Μεσονήσια, από τους 35 κατοίκους οι 21 έχουν το επώνυμο Μανουσάκης και κυριαρχούν στον ολιγάριθμο πληθυσμό. Προέρχονται και οι 35 από την ίδια οικογένεια που ξεριζώθηκε επί τουρκοκρατίας από την Ανώπολη Σφακίων και τα… παρακλάδια των πρώτων οικιστών στην αμαριώτικη γη γρήγορα απλώθηκαν με πολλούς απογόνους και ρίζωσαν για τα καλά! Όσοι έμειναν, έβαλαν γερά θεμέλια όμως οι περισσότεροι έφυγαν σε πόλεις της Κρήτης και στην Αττική και επανακάμπτουν πλέον ως… επισκέπτες τις μέρες των διακοπών Ο οικισμός, ωστόσο, θα έπρεπε να ονομάζεται… Μανουσοχώρι, γιατί Μανουσάκη απαντάς παντού και σήμερα, ακόμη και στη μεγάλη οικογένεια του «Γιάννη Μανουσάκη με τα έξι παιδιά», αλλά και στο ένα και μοναδικό καφενείο, που πάντα θα δεις μωρό ή μικρό παιδάκι να γυροφέρνει, να κοιμάται στην κούνια ή να… παίζει με τους πελάτες.
Ο Στέλιος Μανουσάκης για παράδειγμα, που γεννήθηκε το 1926 στα Μεσονήσια, ήταν το ένα από τα οκτώ παιδιά του γνωστού γλεντοκόπου και χορευτή Διαλεκτού, που «όταν χόρευε έγραφε» και ήταν αυτός που μύησε στις φιγούρες και στην καθαρότητα του κρητικού χορού τον πρωτοχορευτή της Κρήτης Σταμάτη Παπαδάκη. Τα μισά από τα οκτώ παιδιά του Διαλεκτού πέθαναν σε μικρές ηλικίες από αρρώστιες της εποχής, αφού τα φάρμακα ήταν ανύπαρκτα…
«Ο ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΕΜΑΘΕ ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗ»
Έχει όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το περιστατικό που «ξετρύπωσε» ο γιός του όταν ζούσε ακόμη ο Νουρέγιεφ του κρητικού χορού στο Σπήλι και λειτουργούσε στην πιάτσα το κουρείο του. Πήγε, λοιπόν, ο Στέλιος Μανουσάκης να τον κουρέψει και αφού του ευπρέπισε το κεφάλι «με ρώτησε», αφηγείται ο ίδιος, «ποιος είμαι και ποιο είναι το χωριό μου. Του είπα ποιος ήταν ο πατέρας μου και όταν τέλειωσε δεν μου πήρε λεφτά και με πήρε και πήγαμε στο σπίτι του και ήπιαμε ένα κρασί. Τότε μου αποκάλυψε πως τον έμαθε να χορεύει ο πατέρας μου ο Διαλεκτός και δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Για το χατίρι του Διαλεκτού μου είπε τα έκανε όλα… »
Το ξεχωριστό στο χωριουδάκι του Αμαρίου είναι ότι όλες οι οικογένειες από τη δεκαετία του ’30 και μέχρι τη δεκαετία του ’50 ήταν πολυμελείς, και συνεχίζουν να γεννούν… πλήθος απογόνων ακόμη και οι ελάχιστες που διαμένουν και σήμερα μόνιμα, όπως ο Γιάννης Μανουσάκης.
Ενδεικτικά αναφέρεται μέσα σε αυτές τις δεκαετίες να έφεραν στη ζωή ο Σπύρος Γαλάνης 6 παιδιά, ο Μανώλης Χαιρέτης 8, ο αγροφύλακας Γιώργος Μανουσάκης 7, ο Μανούσος Χαιρέτης 7, ο Νίκος Μανουσάκης 7 και ο Νίκος Αλεξανδράκης 6. «Μόνο η οικογένεια του Μανώλη Γαλάνη είχε δυο παιδιά και ύστερα όλες οι άλλες ήταν μεγάλες», θα πει η κυρία Αμαλία Μανουσάκη…
«ΠΗΓΑΙΝΑΜΕ ΝΩΡΙΣ ΓΙΑ ΥΠΝΟ ΚΑΙ ΚΑΝΑΜΕ ΠΑΙΔΙΑ…»
Το… ραντεβού των γυναικών στο… Μανουσοχώρι και επίσημα στα Μεσονήσια, δίδεται κάθε μέρα το μεσημεράκι στα τούρκικα «Μεζάρια», αναμένοντας τους πλανόδιους λιανοπωλητές, όπως τον φούρναρη από τον Φουρφουρά. Εκεί, λοιπόν, έφτασε και η Στέλλα Μανουσάκη, η Αγροφυλάκενα, που έπιασε τα 90 της χρόνια. Από τα παιδιά της απόκτησε 15 εγγόνια, ύστερα 13 δισέγγονους και ίσως «του χρόνου να δει και το τρισέγγονο».
Πόσο εύκολη ήταν, όμως, η απόφαση να κάνει εκείνα τα χρόνια της ανέχειας πολλά παιδιά; ερωτάται η μεγάλη μάνα και γιαγιά Αγροφυλάκενα και απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: «Ο Θεός τα έστειλε τα παιδιά, τι να τα κάνουμε να τα σκοτώσουμε; Μια φορά ήμασταν όλοι φτωχοί και τώρα τρώνε αυτοί που τρώνε και οι άλλοι πεθαίνουν. Γράψτο πως το λέει η Αγροφυλάκενα!
Τότε δεν υπήρχανε ούτε καφετέριες, ούτε τηλεοράσεις, πηγαίναμε νωρίς για ύπνο και κάνανε παιδιά οι άνθρωποι γιατί δεν παίρνανε και προφυλάξεις. Δουλεύαμε όλοι στα χωράφια και είχαμε την υγειά μας, ενώ σήμερα…
Η μάνα μου έκανε εννιά παιδιά και έπρεπε να συνεχίσω και εγώ το πατροπαράδοτο! Η γιαγιά μου η Βρανάδενα είχε έντεκα και η γιαγιά μου η Σηφάκενα δεκατρία. Η μάνα μου ήταν εννιά αδέρφια και ο πατέρας μου το ίδιο…»
Όλες κι όλες στο χωριό εφτά οικογένειες τώρα, όμως οι περισσότεροι από αυτές έφυγαν από νωρίς για τις πόλεις. Κυρίαρχη πληθυσμιακά αυτή του Μανουσάκη και ακολουθούν οι οικογένειες Χαιρέτη, Αλεξανδράκη, Ταταράκη, Γαλάνη, Πατσαχάκη και Πατεράκη. Ο Στέλιος Μανουσάκης από τα τρία παιδιά του, όλα εγκατεστημένα στο Ρέθυμνο, έχει δει τις χαρές οχτώ εγγονιών και συμφωνεί στην άποψη ότι «στο χωριό υπήρχανε πολλές πολύτεκνες οικογένειες παλιά, γιατί υπήρχε φτώχεια και οι άνθρωποι δεν είχαν τι να κάνουν και ξεσπούσαν εκεί!»
Δίδοντας ευκρινέστερα το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, τονίζει: «Εκείνα τα χρόνια, πριν την κατοχή, ήθελε μια γυναίκα να πάει στην εκκλησία και δεν είχε μια δεκάρα να πάρει να ανάψει ένα κερί! Έβαζε σε ένα μπουκάλι λάδι, το έπαιρνε και το άδειαζε στο κουρούπι της εκκλησίας και έπαιρνε το κερί. Αλλάξανε τα πράγματα σήμερα, υπάρχουν ανέσεις αλλά δεν κάνουν παιδιά αλλά και να παντρευτούν τη δεύτερη μέρα χωρίζουν…»
madeincreta.gr