Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Το πλεόνασμα και ο... δράκος


Oι ομιλίες Τσίπρα - Μητσοτάκη στη ΔΕΘ ανέδειξαν τις χαοτικές διαφορές των δύο κομμάτων


Οι ομιλίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη, στο περιθώριο της Διεθνούς Έκθεσης, ανέδειξαν τις χαοτικές διαφορές των δύο κομμάτων σχεδόν σε όλα τα μείζονα θέματα: τους στόχους της οικονομικής πολιτικής, τον ρόλο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην «επόμενη ημέρα» της ελληνικής οικονομίας, το φορολογικό σύστημα, τις κρατικές δαπάνες. Ανέδειξαν όμως και ένα σημείο συμφωνίας: την ανάγκη να συρρικνωθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο μετά το 2018. 

 

Τσίπρας και Μητσοτάκης συμφωνούν ότι οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα με το 3ο μνημόνιο (πλεόνασμα 0,5% φέτος, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018) θα πρέπει να εκπληρωθούν στο ακέραιο. Και συμφωνούν επίσης ότι για την περίοδο μετά το 2018, ο πήχης θα πρέπει να κατέβει από το 3,5% στο 2-2,5%. Γιατί; Για να δημιουργηθεί ο «δημοσιονομικός χώρος» που θα επιτρέψει σε όποιον κυβερνά το 2018 και το 2019 να χρηματοδοτήσει τα όσα υποσχέθηκε: ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών έταξε ο πρωθυπουργός, μείωση φόρων ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

 

«Εθνικό μέτωπο»

Να λοιπόν που μέσα σε συνθήκες ακραίας σύγκρουσης των δύο κομμάτων προέκυψε ένα «εθνικό μέτωπο» και ένα κοινά αποδεκτό σύνθημα «όχι στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα». Όμως, η ιστορία του «κοινού μετώπου» έχει και… δράκο. Οι επικεφαλής των δύο μεγάλων κομμάτων παραγνωρίζουν ότι για να μπορέσει η Ελλάδα να συντάξει προϋπολογισμούς με χαμηλότερο πλεόνασμα την περίοδο μετά το 2018, θα πρέπει να συμφωνήσουν οι θεσμοί, οι οποίοι – με εξαίρεση το ΔΝΤ – δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο. Όσον αφορά τον «δημοσιονομικό χώρο», μπορεί κάλλιστα οι δύο αρχηγοί να τον… μοιράζουν από τώρα, ωστόσο ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ούτε καν για το αν θα υπάρξει. 

 

Το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας αποτελεί ήδη αντικείμενο διεθνούς διαπραγμάτευσης, καθώς συνδέεται με το ευρύτερο θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Από τη μία, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Από την άλλη, η Κομισιόν – διά του αρμόδιου επιτρόπου Πιέρ Μοσκοβισί – τονίζει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανοίξει αυτή τη στιγμή συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα. 

Ο επικεφαλής του ESM Κλ. Ρέγκλινγκ εμφανίζεται εδώ και μήνες κατηγορηματικός τονίζοντας ότι «η συμφωνία είναι συμφωνία και ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% είναι σαφές ότι δεν αφορούσε μόνο μια χρονιά, το 2018».

 

Όσο για την ελληνική κυβέρνηση, δεν καταθέτει ακόμη στη Βουλή το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2016-2020. Σε αυτό, θα ήταν υποχρεωμένη να αναγράψει έναν στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα έχοντας δύο επιλογές: 

1 Να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και να αναγράψει ως στόχο το περίφημο 3,5%. Αυτό θα ισοδυναμούσε όμως με οπισθοχώρηση τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο. Και αυτό διότι ο στόχος για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος έχει εξαγγελθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. 

2 Να προχωρήσει μονομερώς στην αναγραφή χαμηλότερου ποσοστού στο μεσοπρόθεσμο. Κάτι τέτοιο όμως θα προκαλούσε τριγμούς στις σχέσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και αυτό δεν αποτελεί κομμάτι της ελληνικής στρατηγικής σε αυτή τη φάση. Η Ελλάδα θέλει να ξεμπερδεύει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και με τα υπόλοιπα της πρώτης αξιολόγησης αλλά και με τα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης προκειμένου να ξεκινήσει η συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. 

 

Δύσκολοι συμβιβασμοί

Το πώς θα εξελιχθούν το επόμενο διάστημα οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για το ζήτημα του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι ακόμη ανοικτό. Το να προεξοφλήσει κάποιος επιτυχία ή αποτυχία στις διαπραγματεύσεις είναι παρακινδυνευμένο, καθώς όλα τα ανοικτά θέματα έχουν μπλεχτεί αυτή τη στιγμή σε ένα κουβάρι. 

Οι Ευρωπαίοι που δεν θέλουν αυτή τη στιγμή – κυρίως λόγω Γερμανίας – να ανοίξουν συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα, θέλουν ταυτόχρονα να μπει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα όχι μόνο με τον ρόλο συμβούλου που είχε ώς τώρα αλλά και με… λεφτά.

 

Όμως το ΔΝΤ δεν θα μπει στο ελληνικό πρόγραμμα αν δεν προκύψουν στοιχεία που θα επιτρέψουν να χαρακτηριστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να κατέβει ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος και να ανακοινωθούν συγκεκριμένα μέτρα για το χρέος (καθώς όσο χαμηλότερο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο μεγαλώνουν οι ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους). 

Κάποιος λοιπόν θα πρέπει να υποχωρήσει ή κάποιος θα πρέπει να συμβιβαστεί. Θα δεχτεί το ΔΝΤ κάποιες υποσχέσεις για λήψη συγκεκριμένων μέτρων όχι «εδώ και τώρα», αλλά μέσα στο 2017, και για την ακρίβεια προς το τέλος της επόμενης χρονιάς; Θα επέλθει ρήξη στις σχέσεις Ευρωπαίων - ΔΝΤ με αποτέλεσμα το τελευταίο να μην συνδράμει καθόλου τελικώς στη χρηματοδότηση του τρίτου προγράμματος για την Ελλάδα; 

 

Υπόσχονται τα ανύπαρκτα

Και ενώ σε διεθνές επίπεδο όλα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, στην Ελλάδα, το τελευταίο 10ήμερο, όχι μόνο προεξοφλήσαμε τη δικαίωση του ελληνικού αιτήματος, ξοδέψαμε – στα λόγια πάντοτε – και τα χρήματα που θα προκύψουν από τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Καταρχάς πρέπει να γίνουν αντιληπτά τα ποσά για τα οποία μιλάμε. Φέτος, το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να κλείσει στα 900 εκατ. ευρώ, καθώς σε αυτό το ποσό μεταφράζεται το 0,5%. Το 2017 – με τον πήχη να ανεβαίνει στο 1,75% – πρέπει να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,2 δισ. ευρώ. 

 

Όσο για το 2018, και με δεδομένο ότι μέχρι τότε το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί σημαντικά έναντι της φετινής χρονιάς, το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει ή θα ξεπεράσει τα 6,5 δισ. ευρώ. 

Για να μπορέσουμε να εκπληρώσουμε αυτό τον στόχο χωρίς να ενεργοποιηθεί ο δημοσιονομικός κόφτης, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να… πατήσει γκάζι και να εμφανίσει ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2,5-3% την επόμενη διετία. Κι όχι μόνον αυτό. Θα πρέπει να υπάρξει αύξηση της φορολογικής συνείδησης και συμμόρφωσης, να καταβληθούν κανονικά οι φόροι και να λυθούν ως διά μαγείας τα προβλήματα ρευστότητας που επικρατούν στην αγορά. 

Εδώ λοιπόν είναι το ένα ζητούμενο: μπορεί η Ελλάδα να παράξει πρωτογενές πλεόνασμα 6,5 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, ειδικά όταν η κυβέρνηση πιέζεται από όλες τις πλευρές να κάνει παροχές με την πρώτη ευκαιρία για να εκτονώσει την εκρηκτική κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία; 

 

Απόδειξη της πίεσης, οι εξαγγελίες που έκανε ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ: πριν καν εισπραχθεί το τίμημα από την πώληση των τηλεοπτικών αδειών – ακόμη και να επιλυθούν όλα τα προβλήματα που έχουν ανακύψει με τους υπερθεματιστές, το τίμημα θα εισπραχθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις των 80 εκατ. ευρώ – έσπευσε να το μοιράσει ανακοινώνοντας: 

Την παροχή επιπλέον 60.000 σχολικών γευμάτων στους πιο φτωχούς δήμους της χώρας.

Την πρόσβαση επιπλέον 15.000 παιδιών στους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Το πρόγραμμα «Γυρίζουμε Ελλάδα», για κίνητρα επιστροφής σε χιλιάδες νέους επιστήμονες που βρίσκονται στο εξωτερικό.

Την ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων τους επόμενους μήνες με 10.000 νοσηλευτές και γιατρούς.

 

Αν παρά τις πιέσεις για ελαφρύνσεις, παρά τα προβλήματα ρευστότητας κ.λπ., η Ελλάδα κατορθώσει να εμφανίσει το πλεόνασμα του 3,5% – το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ξεκαθαρίσει τη στάση του από τον Μάιο, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις στην ελληνική οικονομία για παραγωγή τέτοιων πλεονασμάτων –, τότε θα πρέπει να πείσει τους δανειστές με ποιο τρόπο θα δανείζεται κάθε χρόνο περί τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να καλύψει τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. 

 

Περί αυτού πρόκειται. Όταν μειώνεται το πρωτογενές πλεόνασμα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας μεγαλώνει και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποθεματικά στα κρατικά ταμεία, το «κενό» πρέπει να καλυφθεί με δανεισμό. Το πρωτογενές αποτέλεσμα περιλαμβάνει τις δαπάνες του κράτους πλην των τόκων, οι οποίοι στην Ελλάδα διαμορφώνονται γύρω στα 6 δισ. ευρώ. Αν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 6,5 δισ. ευρώ (3,5%), τότε οι τόκοι πληρώνονται με ίδιους πόρους. Αν το πλεόνασμα είναι 2% (περίπου 3,5-4 δισ. ευρώ), τότε η διαφορά των 2,5-3 δισ. ευρώ πρέπει να καλυφθεί με δανεισμό. 

 

Τζάμπα υποσχέσεις

Αυτόν τον προβληματισμό προφανώς και δεν τον συμπεριέλαβε στην ομιλία του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος επίσης προχώρησε σε «διανομή» του δημοσιονομικού χώρου που προκύπτει από την πιθανή και ευκταία μείωση του πλεονάσματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμπεριέλαβε στις εξαγγελίες του και μειώσεις δαπανών – περίπου 1,5 δισ. ευρώ –, οι οποίες όμως δεν επαρκούν για να καλύψουν το κόστος των φορολογικών ελαφρύνσεων, οι οποίες έχουν μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα και είναι οι εξής: 

«Μειώνεται μεσοσταθμικά ο ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός δύο ετών (20% τον πρώτο χρόνο και 10% τον δεύτερο)». Η φετινή βεβαίωση του ΕΝΦΙΑ ανήλθε στα 3,17 δισ. ευρώ. Η μεσοσταθμική μείωση κατά 20% τον πρώτο χρόνο θα κοστίσει περίπου 600-650 εκατ. ευρώ, χωρίς να ληφθεί υπόψη η επιβάρυνση στα δημόσια έσοδα από την επερχόμενη νέα μείωση των αντικειμενικών αξιών (υπάρχει μνημονιακή απαίτηση για εξίσωση των αγοραίων τιμών με τις αντικειμενικές, κάτι που θα επηρεάσει τον ΕΝΦΙΑ από το 2018 και μετά). Στον δεύτερο χρόνο, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος θα ανέλθει στο 1 δισ. ευρώ.

«Μειώνεται ο φορολογικός συντελεστής στα επιχειρηματικά κέρδη από το 29% στο 20% εντός δύο ετών (στο 24% τον πρώτο χρόνο και στο 20% τον δεύτερο) καθώς και η φορολόγηση στα μερίσματα από το 15% στο 5%». Η συνολική βεβαίωση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων εκτιμάται για το 2016 (κέρδη 2015) περίπου στα 3,8-4 δισ. ευρώ. Η μείωση του συντελεστή από το 29% στο 24% κατά το πρώτο έτος επιφέρει μείωση των φορολογικών εσόδων κατά τουλάχιστον 17%, δηλαδή περίπου κατά 650 εκατ. ευρώ. Με τη δεύτερη μείωση από το 24% στο 20%, τα έσοδα θα μειωθούν περαιτέρω κατά 16%, με αποτέλεσμα το συνολικό δημοσιονομικό κόστος στον δεύτερο χρόνο εφαρμογής των μέτρων να ξεπεράσει τα 1,1-1,2 δισ. ευρώ.

 

 «Μείωση των φορολογικών συντελεστών στα φυσικά πρόσωπα με εισαγωγικό συντελεστή 9%». Η εξαγγελία είναι αδύνατον να αποτιμηθεί δημοσιονομικά, καθώς δεν αναφέρεται ποια θα είναι η νέα φορολογική κλίμακα, ούτε αν θα υπάρχει η φορολογική έκπτωση των 1.900-2.100 ευρώ που ισχύει σήμερα. Αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εννοούσε ότι θα μειώσει τον σημερινό εισαγωγικό συντελεστή του 22% στο 9%, το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, καθώς θα ωφεληθεί το σύνολο των φορολογουμένων που εμφανίζουν εισόδημα πάνω από 8.500 ευρώ.

 

Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Κάθε μονάδα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κοστίζει στον προϋπολογισμό των ασφαλιστικών ταμείων περίπου 400-500 εκατ. ευρώ.

Μείωση του ΦΠΑ, με καθιέρωση δύο συντελεστών 11% και 22%. Δεδομένου ότι τα ετήσια έσοδα από τον ΦΠΑ ανέρχονται περίπου στα 14 δισ. ευρώ, η μείωση των συντελεστών από το 13% στο 11% και από το 24% στο 22% μπορεί να προκαλέσει δημοσιονομικό κόστος της τάξης των 1,4 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Το ποσό αυτό, μπορεί να περιοριστεί μόνο αν η μείωση των συντελεστών οδηγήσει σε αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης.

Δείτε Επίσης

Το ήξερες; Όσοι άντρες έχουν γκρινιάρα γυναίκα δεν...


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
loading...
Το nikolas19634.blogspot.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων - απόψεων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω e-mail έτσι ώστε να αφαιρεθεί. Σχόλια που θα υποπέσουν στην αντίληψή μας, με αναφορές σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, emails, υβριστικά ή συκοφαντικά,θα αφαιρούνται.

Αρχειοθήκη ιστολογίου