Το όνομά της είναι Νίνα, μου είναι αδιάφορο. Αλλοίμονο. Να με καρφώνει μ’αυτά τα μάτια τα μεγάλα, τα υγρά και αστραφτερά, να μου κρύβει την πρόστυχη πλάτη της, κι εγώ να ρωτάω το όνομά της, την ηλικία της, το χωριό που γεννήθηκε.
Μου είναι αρκετός ο μακρύς λαιμός της, για να αντιληφθώ ότι τους ηθικούς φραγμούς της τους απέσυραν οι Μοίρες, τη νύχτα που την βάπτισαν μ’όλες τις χάρες τους, όταν την επισκέφθηκαν στην κούνια της.
Πλησίασε μου ψιθυρίζει με ξέπνοη, μισοσβησμένη ανάσα, το ακούς, ε,…, και με πυρώνει τούτο το δειλινό το ηλιοκαμμένο μελένιο, κεχριμπαρένιο κορμί της. Κι όμως, είναι αθώα η ψυχή που κατοικεί σ’αυτό το ανθηρόσαρκο, λαχταριστό σώμα της νεραϊδόμορφης.
Είμαι σίγουρος ότι δεν θα θελήσει να την γδύσω, όχι αυτό, κι εγώ, δεν θα τα καταφέρω, όσο την πλησιάζω ζαλίζομαι από τη σκληράδα στις ρώγες της… Ένα ακόμα βήμα και μέθυσα στο βρεγμένο έναστρο ουρανό.
apodytiriakias.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου